Δε θυμάμαι τι με έκανε να πιάσω μια τέτοια ιστορία. Αν θες τη βάζεις να την ακούς όσο διαβάζεις. Αν όχι, περίμενε μέχρι το τέλος.

Νομίζω η έμπνευση ήρθε από πολλές μεριές: αυτά που καιρό παρακολουθούσα να συζητά η Ειρήνη, μια κακοποιητική σχέση που είχε κάποια στιγμή η αδερφή μου, αρκετές ιστορίες που έβγαιναν στη δημοσιότητα, ένας πυρετός που ταλαιπώρησε την κόρη μου.

Ξεκινώντας να τη φτιάχνω δεν ξέρω καν αν είχα στο μυαλό μου ότι θα αφορά το κίνημα του Me Too και την κοινωνία στην οποία ζούμε. Ήξερα όμως ότι θέλω να ξεκινήσω σκοτεινά, δυστοπικά. Διάλεξα πρώτα το Sarangi των Hooverphonic, μετά το Freakshow του Ghostpoet. Κι έπιασα το νήμα από μια εικόνα παρόμοια με αυτήν που έκλεισε την ιστορία της Νεφέλης.

Ένα ψαροχώρι στον Ινδικό Ωκεανό. Άνδρες που βγαίνουν με τη βάρκα μέσα στη νύχτα για ψάρεμα. Μια ιστορία που τη διηγήθηκα αλλού, καθώς αυτή η εκπομπή είναι για εκείνες που μένουν πίσω. Μόνες, φοβισμένες, ανήσυχες. Με σκιές να τις περιτριγυρίζουν και τρομάζουν.

«Κι η άμμος ξεκινά να τη ρουφά μέσα της. Κι αυτή πέφτει, πέφτει μέσα σε έναν εφιάλτη»

Με Laurie Anderson για μουσική υπόκρουση.

Δε μου τη ζήτησε κάποιος αυτή την εκπομπή. Ήταν σαν να την κουβαλούσα καιρό μέσα μου και να έψαχνα αφορμή για να τη φτιάξω. Να εξερευνήσω τους ρόλους μου ως αδερφός, σύζυγος ή πατέρας. Και στο πόσο βολικοί είναι καθώς δικαιολογούν την απουσία, την απόσυρση, το φευγιό. Σε μια δουλειά, σε μια τηλεόραση, σε ένα κινητό ή σε ένα ποτήρι αλκοόλ.

Αφήνοντας πίσω κάποια να κουβαλήσει όλο το βάρος. Γιατί αυτή είναι η αποστολή της, ο ρόλος της. Να μένει πίσω και να φυλάει τις Θερμοπύλες.

Η παραπονεμένη φωνή του Brian Molko μου θυμίζει τον αγώνα που έκανε η μάνα μου να σπάσει αυτό το στερεότυπο. Να εναντιωθεί σε αυτό που περίμενε η κοινωνία από ένα κορίτσι τη δεκαετία του ‘70 στην Ελλάδα, να παντρευτεί, να τακτοποιηθεί. Και να παλέψει για να σπάσει τα καλούπια.

Το έζησα με κάθε τρόπο αυτόν τον αγώνα. Από τις ιστορίες που άκουγα μεγαλώνοντας μέσα σε ένα σπίτι γεμάτο πληγωμένες γυναίκες από απόντες άντρες. Που με τη σειρά τους πλήγωσαν τα αγόρια που μεγάλωναν, για να τα κάνουν κι αυτά άντρες απόντες. Μέχρι να έρθει κάποιος να σπάσει τον κύκλο του κακού.

Ήδη από το πρώτο ημίωρο είχα μπει στα βαθειά. Οπότε την άφησα ξαπλωμένη εκεί δίπλα μου, έβαλα τη Μαριάννα των Sisters of Mercy να παίζει, κι άρχισα να σκέφτομαι πώς θα διηγηθώ την ιστορία της.

Καταραμένη ιστορία που πονάει πολύ σε κάθε παραλλαγή ή εκδοχή της. Σταμάτα με αν την έχεις ξανακούσει. Που είμαι σίγουρος ότι την έχεις ξανακούσει. Οπότε άσε τους Rest να διασκευάζουν Smiths επικαλούμενοι διακοπή επί ματαίω, και βάλε την τραχειά, μπάσα, ζεστή φωνή του Eddie να μιλάει για κάθε μια από αυτές τις προδοσίες.

Κάθε ένα τραγούδι που διάλεξα κι έβαλα στο ημίωρο αυτό, ήταν κάτι που με συγκινεί αφάνταστα. Κανένα όμως δε μπορεί να την παρηγορήσει. Το μόνο που της δίνει λίγο ανακούφιση κι ελπίδα είναι το να πει ψέματα στον εαυτό της ότι αυτό που ζει είναι φυσιολογικό κι αποδεκτό. Να τον πιστέψει. Και να αντέξει την προδοσία του σε κάθε εκδοχή της.

Κάθε χαστούκι. Κάθε προσβολή. Κάθε υποτίμηση. Κάθε πνιγμένο κλάμα, κάθε δάκρυ που παγώνει, γίνεται βελόνα παγωμένη που θα την καρφώσει και μετατρέψει σε πάγο. Όπως σε εκείνο το παιδικό παραμύθι για την κακιά, σκληρή βασίλισσα που μια βελόνα από πάγο είχε μπει βαθειά μέσα της κι είχε παγώσει την καρδιά της.

Αν με ρωτήσεις πώς το έλεγαν εκείνο το παραμύθι, δε θυμάμαι. Αλλά αυτή την εικόνα έφερα στο μυαλό μου καθώς περιέγραφα το πώς λίγο λίγο, πόνο τον πόνο, κάθε τι που συνέβαινε στη ζωή της την έκανε να γίνεται μια σκληρή και άκαρδη εκδοχή του εαυτού της.

Για να αντέξει.

Μέχρι να περάσει ο χρόνος. Να τελειώσει. Και να ξανασυναντήσει, αν ποτέ συναντήσει, εκείνο το μικρό κορίτσι που ήταν, όταν τελειώσει ο χρόνος. Αν τελειώσει ποτέ.

Έβαλα έναν Tim Buckley στο τέλος του δεύτερου ημιώρου γιατί με πλήγωνε τόσο πολύ η ιστορία που έλεγα, κι είχα ανάγκη λίγο ελπίδα.

Συνειδητοποιώ ξανακούγοντας αυτή την εκπομπή ότι όλες οι μουσικές που διάλεξα ήταν μυστήριες, υποχθόνιες, αποκοσμες. Ακόμη και οι Chromatics με τους οποίους ξεκίνησε η δεύτερη ώρα περισσότερο δημιουργούν αγωνία και άγχος για το τι θα ακολουθήσει, παρά δίνουν ελπίδα.

Κι ήθελα πολύ να μιλήσω για την ελπίδα.

Ήθελα πολύ να μιλήσω για τη φροντίδα. Για την καλοσύνη. Για το πώς η πατρική ή συντροφική φιγούρα μπορεί να δώσει στήριξη, τρυφερότητα, αγάπη. Κι όχι μόνο πόνο.

Και μίλησα για ένα βράδυ που την είδα να ψήνεται στον πυρετό. Κι εγώ ήμουν εκεί για να τη φροντίσω. Να την κοιτάω χαμογελώντας να είναι γλυκιά, όμορφη, να υποφέρει και να παραμιλάει στον ύπνο της.

«Ξάπλωσε καρδιά μου. Ξεκουράσου. Μην ανησυχείς. Εδώ είμαι εγώ. Όλα θα πάνε καλά.»

«Όλα καλά θα πάνε»

Η φροντίδα, η επιβεβαίωση, η καθησυχαστική κουβέντα που μπορεί να λειτουργήσει ως βάλσαμο που θα ησυχάσει την ψυχούλα της.

Ή ως δικαιολογία για να καλύψει τη δυσκολία, τον πόνο, την κακοποίηση. Η φράση από την οποία θα γαντζωθεί για να αντέξει, να υπομένει, να περιμένει. Τη μέρα στην οποία θα πάνε όλα καλά.

Με αυτό το διφορούμενο, δίκοπο μαχαίρι «Όλα καλά θα πάνε» έκλεισα το τρίτο ημίωρο. Μη μιλάς. Μην παραπονιέσαι. Μη σηκώνεις το κεφάλι. Μην αντιμιλάς.

Έτσι έχουμε προγραμματιστεί να μεγαλώνουμε τα κορίτσια μας, γενιές τώρα. Να τα υποτάσσουμε στο ριζικό τους. Στους σουλτάνους τους. Για να μεγαλώνουν κι αυτές παγωμένους, πληγωμένους, ευνουχισμένους σουλτάνους. Και να διαιωνίζεται το κακό.

Μετά ξημέρωσε μια νέα μέρα. Μετά αυτή ήμουν εγώ. Κι η ιστορία στο σήμερα είχε νόημα να ειπωθεί σε πρώτο πρόσωπο.

Βρήκα θάρρος, φόρεσα στυλ, έσφιξα το στομάχι. Νέα, σίγουρη, με θάρρος αλλά και με υπομονή. Να βγω εκεί έξω και να αντιμετωπίσω τη ζωή.

Εμπνευσμένο το κλείσιμο από την Ειρήνη. Που χρησιμοποιεί τη θηλυκότητά της για να μιλήσει για την κουλτούρα του βιασμού. Τη συναίνεση και το απόλυτο δικαίωμα στο όριο. Ανα πάσα στιγμή.

Θυμάμαι πώς έπεσα πρώτη φορά σε αυτά που έγραφε, παρασυρμένος από κάποια προκλητική πόζα. Θύμωσα κι απόρησα με τις ιστορίες της, απόρησα με τους διαλόγους και τα μηνύματα που της έστελναν και δημοσίευε. Μου έκανε τόσο εντύπωση η ένταση της φωνής της. Δε μπορούσα να την κατανοήσω.

Αυτά που έλεγε όμως έγραψαν μέσα μου. Μεγάλωσαν μέσα μου. Πήραν το χρόνο τους. Κι έγιναν κτήμα τους.

Πόσα στερεότυπα πια, ακόμη, σε τούτη τη δήθεν προχωρημένη κοινωνία μας. Και πώς να μιλήσω στην εκπομπή μου για αυτά.

Δεν είχα καλύτερα λόγια από αυτό το τραγούδι της δεκαετίας του ‘80. Άνοιξα μπροστά μου κι απήγγειλα τη Μέρα μιας Μαίρης, με τους Calexico να παίζουν ως υπνωτική υπόκρουση.

«Και μόλις φτάσω αλαφιασμένη στη δουλειά να ‘χω να κάνω και καφέ στ’ αφεντικό
να ‘χω κι αυτόν που του τη δίνει κάθε τόσο και που θέλει να μου πιάνει και τον κω»

Έναν-έναν επί λέξει τους πολυφορεμένους στίχους. Και μετά ήρθε η Jane, κρατώντας μια τούφα από τα μαλλιά σου.

Όχι, αυτή την εκπομπή δεν ήρθε κάποια να μου ζητήσει να την πω για λογαριασμό της. Είναι η ιστορία κάθε κοριτσιού στην οικογένειά μου, στην κάθε οικογένειά μου, όπως την έχω βιώσει από κοντά.

  • Την κάθε μικρή, καθημερινή κακοποίηση της μάνας μου και πώς αυτή βρήκε τις εκφάνσεις της σε μένα.
  • Όλους αυτούς που πλήγωσαν την αδερφή μου και όλες τις λεπτομέρειες που δεν τόλμησε ποτέ να μου πει.
  • Κάθε σκληρή κουβέντα μιας μάνας σε ένα κορίτσι. Και κάθε χαστούκι ενός πατέρα σε ένα άλλο.

Πώς τα βίωσα. Πώς τα κουβαλώ μέσα μου. Πώς τα μεταφράζω πια αλλιώς.

Με τη βοήθεια δυνατών, ανεξάρτητων, δυναμικών γυναικών που τις παρατηρώ και θαυμάζω κι ενδόμυχα ζηλεύω.

Αυτή την ιστορία είπα ως MisterMyster στην εκπομπή We Too. Αν κι υποπτεύομαι ότι το βάρος που κουβάλησαν ή κουβαλούν οι ώμοι τους, οι δικοί μου δε θα το άντεχαν ποτέ.